- κοιρανῶ
- κοιρανέωto be lordpres subj act 1st sg (attic epic doric)κοιρανέωto be lordpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιρανώ — κοιρανῶ, έω (Α) [κοίρανος] 1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.) 2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.) 3. είμαι κύριος κάποιου 4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζω … Dictionary of Greek
Κοιρανῶ — Κοιρανός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιράνω — Κοίρανος king masc nom/voc/acc dual Κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιράνω — κοίρανος king masc nom/voc/acc dual κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιράνῳ — Κοίρανος king masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιράνῳ — κοίρανος king masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιράνωι — Κοιράνῳ , Κοίρανος king masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιράνωι — κοιράνῳ , κοίρανος king masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοιρανώ — κατακοιρανῶ, έω (Α) διοικώ, κυβερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιρανῶ (< κοίρανος «κυβερνήτης, κύριος»)] … Dictionary of Greek
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek